- δυσεκπερατος
- δυσεκπέρατοςδυσ-εκπέρᾱτοςv. l. δυσεκπέραντος 2безвыходный, безысходный, нескончаемый
(πάθος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάθος Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσεκπέρατος — δυσεκπέρατος, ον (Α) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει … Dictionary of Greek
δυσεκπέρατον — δυσεκπέρᾱτον , δυσεκπέρατος hard to pass out from masc/fem acc sg δυσεκπέρᾱτον , δυσεκπέρατος hard to pass out from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)